-
1 ῥιπτάζω
A throw to and fro, toss about,ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς Il.14.257
; ὀφρύσι ῥιπτάζεσκε moved the eyebrows up and down, h.Merc.279:—[voice] Pass., toss about, esp. in bed, Hp. Epid.4.31 (soῥιπτάζειν ἑαυτόν Morb.2.69
; and ῥιπτάζειν alone, Acut. (Sp.) 18);πρᾶγμα πολλαῖσι.. ἀγρυπνίαισιν ἐρριπτασμένον Ar.Lys.27
;ὕφη γυναικῶν.. ἐρριπτάζετο S.Fr. 210 iii 12
;τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα Plu.Cic.37
;ῥιπτάσαι περιδεῶς BCH48.518
([place name] Palestine).II [voice] Pass. also,= ῥίπτομαι, AP5.164 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥιπτάζω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский